contundente - ορισμός. Τι είναι το contundente
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι contundente - ορισμός


contundente         
adj.
1) Se aplica al instrumento y al acto que producen contusión.
2) fig. Que produce gran impresión en el ánimo, convenciéndolo. Argumento, razón, prueba
contundente         
contundente (del lat. "contundens, -entis")
1 adj. De [o para] golpear: "Un arma contundente".
2 Aplicado a argumentos, razones, etc., tan convincente o expuesto con tal energía que no deja lugar a ser discutido. *Categórico, concluyente, decisivo, terminante. ("Estar, Ser") Se dice de la persona que emplea en cierta ocasión o por hábito un tono que no admite réplica o discusión.

Βικιπαίδεια

Contundente
Se llama contundente al instrumento y acto que producen contusión.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για contundente
1. "Dejénse de hablar pelotudeces", respondió, contundente.
2. Siempre más contundente si ofrece perfiles sentimentales.
3. Respuesta contundente La respuesta más contundente a este discurso no ha venido de la mano de los nacionalistas, como suele ser habitual, sino de los socialistas.
4. El Liverpool, contundente El gol del Arsenal desató la acción.
5. Con lucha y talento, ganaremos". Txiki Begiristain fue contundente.
Τι είναι contundente - ορισμός